-
1 μεταστρέφω
A turn about, turn round,τῶ κε Ποσειδάων.. αἶψα μεταστ ρέψειε νόον Il.15.52
;εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου.. μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107
;τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp. 190e
: —[voice] Med., (lyr.):— [voice] Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy,στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595
, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, ; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd. 116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys. 125, D.21.221; recur,ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra. 428d
.3 twist or turn all ways, ;λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr. 272b
; turn upside down,ἅπαντα μ. τύχη Philem.111
:—[voice] Pass., .4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R. 367a
: generally, change, alter,τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh. 1376b21
, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—[voice] Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba. 1329;τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach. 537
.II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: [tense] aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg. 457a (pl.), R. 587d.3 c. gen., care for, regard, E.Hipp. 1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστρέφω
См. также в других словарях:
μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek